- καυστικός
- -ή, -ό (ΑΜ καυστικός, -ή, -όν, Α και καυτικός, -ή, -όν) [καυστός]1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.)2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού σώματος προξενεί χημική αλλοίωση και καταστροφή τής οργανικής υφής τών ιστών («καυστικά φάρμακα»)νεοελλ.φρ. φυσ. «καυστική επιφάνεια» — επιφάνεια που εφάπτεται στα σημεία στα οποία συγκεντρώνονται οι φωτεινές ακτίνες παράλληλης ή κωνικής δέσμης, όταν η δέσμη ανακλαστεί πάνω σε κάτοπτρο με μεγάλο άνοιγμα ή διαθλαστεί από φακό ή σύστημα φακώννεοελλ.-μσν.1. ο δριμύς στη γεύση, αψύς2. (για βοτάνι ή φάρμακο) αυτό που επιφέρει καυτηρίαση3. μτφ. αυτός που σατιρίζει με δηκτικότητα πρόσωπα και καταστάσεις, τσουχτερός, ειρωνικός, δριμύς («καυστική ειρωνεία»)αρχ.1. αυτός που ανήκει στην καύση ή που γίνεται με καύση («βασάνοις καυστικαῑς ἀποθνῄσκω διὰ τὸν νόμον», ΠΔ)2. διαβρωτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός («δύναμιν καυστικοτέραν», Διοσκ.)3. (για πρόσωπα που έχουν πυρετό) ερεθιστικός, διεγερτικός4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καυστικάυγρά που προκαλούν φλόγωση.επίρρ...καυστικώς και -ά (Μ καυστικῶς)με καυστικό τρόπονεοελλ.μτφ. με δριμύ τρόπο («τόν επιτίμησε καυστικότατα»).
Dictionary of Greek. 2013.